τηλεκατευθυνόμενος

τηλεκατευθυνόμενος
η , ο[ν] телеуправляемый, управляемый (на расстоянии);

τηλεκατευθυνόμενος πύραυλος — управляемая ракета;

τηλεκατευθυνόμενοςον βλήμα — управляемый снаряд


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τηλεκατευθυνόμενος" в других словарях:

  • τηλεκατευθυνόμενος — η, ο, Ν 1. αυτός που μπορεί να κατευθύνεται από μακριά («τηλεκατευθυνόμενα παιχνίδια») 2. μτφ. αυτός που ενεργεί κατ εντολήν άλλων, οι οποίοι τόν κατευθύνουν χωρίς να φαίνονται 3. φρ. «τηλεκατευθυνόμενο βλήμα» στρ. βλήμα τού οποίου η τροχιά… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»